τύλωση

τύλωση
η / τύλωσις, -υλώσεως, ΝΜΑ
η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων
νεοελλ.
1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας
2. στον πληθ. οι τυλώσεις
βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο εσωτερικό τών αγγείων τού παλαιότερου ξύλου τών δένδρων και τα οποία, τελικά, φράζουν τα αγγεία αυτά, αλλ. εμβλήματα
3. φρ. «τύλωση γλωσσική»
ιατρ. η λευκοπλακία|| αρχ.
1. (κατά τον Γαλ.) είδος τραχώματος
2. φρ. «ἐπιτιμὰγ κρηπῑδος τυλώσιος»
πιθ. χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για την κάλυψη κρηπίδας με σκληρό υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυλῶ, -όω. Η λ. ως επιστημ. όρος τής νεοελλ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tyloses].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τύλωση — η σκλήρεμα, ρόζιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύλωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ βλ. τύλωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”